- ηρεμί
- ἠρεμί και ἠρεμεί (Α)επίρρ. βλ. ήρεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηρέμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠρεμί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι … Dictionary of Greek